- ορθωτηρ
- ὀρθωτήρ-ῆρος ὅ восстановитель, (ис)целитель
(ὀ. θεός Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὀ. θεός Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὀρθωτήρ — one who sets masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλορθωτήρας — ο κεφαλόδεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ορθωτήρας < ορθωτήρ < ὀρθῶ «σηκώνω»] … Dictionary of Greek
ορθωτήρας — ο (Α ὀρθωτήρ, ῆρος) νεοελλ. 1. κάθε μέσο με το οποίο ανορθώνεται, ανυψώνεται κάτι 2. φρ. «ορθωτήρες μύες τριχών» μύες από λείες μυϊκές ίνες οι οποίοι όταν συσπώνται ανορθώνουν τις τρίχες αρχ. αυτός που διευθύνει ή που εκτελεί κάτι με επιτυχία.… … Dictionary of Greek